Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τοὺς Ἀχαιούς

См. также в других словарях:

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) …   Dictionary of Greek

  • Δαμόκριτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Καλυδώνιος Αιτωλός στρατηγός (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ανήκε στο κόμμα που εξέφραζε την αντίθεσή του προς τους Ρωμαίους. Είχε εκλεγεί δύο φορές στρατηγός των Αιτωλών (200 και 193), ενώ το 198 ήταν απεσταλμένος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • Λοκροί — Οι αρχαίοι κάτοικοι της Λοκρίδας. Όπως φαίνεται από τη γλώσσα τους, οι Λ. ήταν κράμα βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, που κατέβηκαν από τα Β και έφτασαν μέχρι την οροσειρά της Πίνδου. Εκεί χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία, αφού ακολούθησε τη… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

  • Καφυές — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα του Καφυατικού πεδίου, στα δυτικά του Ορχομενού. Ήταν οχυρή και διατήρησε την ανεξαρτησία της έως την εποχή του Παυσανία. Το 242 π.Χ. ακολούθησε την τύχη της Αρκαδίας και έπειτα της Αχαϊκής… …   Dictionary of Greek

  • Έλυμοι ή Ελυμαίοι — Αρχαίος λαός της Σικελίας που κατοικούσε στο δυτικό τμήμα του νησιού. Η εγκατάστασή τους στη Σικελία ανάγεται στην αρχή των ιστορικών χρόνων και συμπίπτει χρονικά με αυτήν των Σικανών και των Σικελών. Οι Έ. οφείλουν την ονομασία τους στον Έλυμο,… …   Dictionary of Greek

  • Ετεόκρητες — Αρχαίος λαός του ανατολικού τμήματος της Κρήτης, με πρωτεύουσα την Πραισό. Αναφέρονται στον Όμηρο με τους Αχαιούς, τους Κύδωνες και τους Πελασγούς. Στην ονομασία τους αποδίδεται η σημασία του αυτόχθονα, του γηγενή· αυτό αναφέρει και ο Στράβων,… …   Dictionary of Greek

  • Κύδωνες — Αρχαίος λαός της Κρήτης. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο ποταμός Ιάρδανος βρισκόταν στην επικράτεια των Κ. Διέφεραν από τους Ετεοκρήτες, τους Δωριείς, τους Αχαιούς και τους Πελασγούς, καθώς θεωρούνται αυτόχθονες κάτοικοι της Κρήτης. Στην περιοχή όπου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»